- γράδο
- το , γράδος ο1) ареометр (прибор для измерения плотности жидкости); 2) градус, крепость (вина и т. п.); 3) количество, степень; мера
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γράδο — το και γράδος, ο 1. βαθμόμετρο υγρών 2. βαθμός πυκνότητας ενός υγρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grado < λατ. gradus «βαθμός»] … Dictionary of Greek
γράδο — το (λ. ιταλ.) 1. το όργανο μέτρησης της πυκνότητας ενός υγρού. 2. ο βαθμός της πυκνότητας ενός υγρού: Το κρασί είχε υψηλά γράδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραδάρω — [γράδο] μετρώ την πυκνότητα ή τη θερμοκρασία υγρού με το γράδο … Dictionary of Greek
γραδάρω — γραδάρισα, γραδαρισμένος, μετρώ την πυκνότητα ενός υγρού με το γράδο: Γραδάρισα το οινόπνευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οξύμετρο — το όργανο για τη μέτρηση της οξύτητας υγρών, αλλ. γράδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)